φαιοῦ

φαιοῦ
φαιός
grey
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καστανόφαιος — α, ο αυτός που έχει χρώμα βαθύ καστανό, μεταξύ καστανού και φαιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστανός + φαιός] …   Dictionary of Greek

  • κορσοειδής — κορσοειδής, ές (Α) φρ. «κορσοειδής λίθος» πολύτιμος λίθος με φαιό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση με σημ. «κόμη τών κροτάφων» + ειδής (< εἶδος). Η ονομ. τής πέτρας λόγω τού συχνά φαιού χρώματος τής κόμης τών κροτάφων] …   Dictionary of Greek

  • λιάσιο — Γεωλογική υποπερίοδος της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, η οποία ονομάζεται επίσης και κατώτερο ιουρασικό. Το λ. αντιπροσωπεύεται λιθολογικά από ασβεστόλιθους, από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και από μάργες, ενώ χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • λυονετία — η ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας lyonetiidae, που περιλαμβάνει πεταλούδες φαιού συνήθως χρώματος με μεταλλικές ανταύγειες και με κηλίδες διαφόρων αποχρώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγλλ. lyonetia, από το όν. τού P.… …   Dictionary of Greek

  • μαραμπού — Πτηνό της οικογένειας των πελαργιδών· ονομάζεται επίσης βρογχοκηλικός πελαργός, εξαιτίας του αεροφόρου θυλάκου που φέρει στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού που αποτελεί διεύρυνση του οισοφάγου. Η επιστημονική ονομασία του είναι Leptoptilos… …   Dictionary of Greek

  • μολυβδαίνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Μο· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 42, ατομικό βάρος 95,95, επτά σταθερά ισότοπα και έξι ραδιενεργά ισότοπα. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

  • ορφός — ο (ΑΜ ὀρφώς και ὀρφῶς και ὄρφος και ὀρφός) το ψάρι ροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρά τις δυσερμήνευτες μορφολογικές διαφορές, η λ. ὀρφός / ὀρφώς συνδέεται με τις λ. ὄρφνη «σκοτάδι», ὀρφνός «σκούρος», λόγω τού σκούρου φαιού χρώματος τού ψαριού αυτού. Ο τ. ὀρφ… …   Dictionary of Greek

  • τελλούριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Te· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων ή πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 52, ατομικό βάρος 127,61, 8 σταθερά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 120 έως 130 και 14 τεχνητά ραδιενεργά. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”